μετεωρολόγους

μετεωρολόγους
μετεωρολόγος
one who talks of the heavenly bodies
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χιονομετρία — η, Ν (μετεωρ.) τεχνική που εφαρμόζεται από τους μετεωρολόγους για τη μέτρηση τών χιονοπτώσεων σε έναν δεδομένο τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + μετρία*] …   Dictionary of Greek

  • βροχομετρικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη μέτρηση της βροχής: Διάφορα βροχομετρικά όργανα χρησιμοποιούνται από τους μετεωρολόγους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”